ησυχαίος

ησυχαίος
ἡσυχαῑος και δωρ. τ. ἁσυχαῑος -α, -ον, (Α)
1. ήσυχος*
2. αργός, αδρανής
3. γαλήνιος, ήρεμος
4. το ουδ. ως ουσ. τό ἡσυχαῑον
η ησυχία, η απραξία, η γαλήνη
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡσυχαῑον
με τρόπο ήρεμο, με ησυχία, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + -αίος (πρβλ. δρομ-αίος < δρόμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἡσυχαῖος — gentle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαῖον — ἡσυχαῖος gentle masc acc sg ἡσυχαῖος gentle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαῖα — ἡσυχαῖος gentle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαῖαι — ἡσυχαῖος gentle fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαία — ἡσυχαί̱ᾱ , ἡσυχαῖος gentle fem nom/voc/acc dual ἡσυχαί̱ᾱ , ἡσυχαῖος gentle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαίως — ἡσυχαί̱ως , ἡσυχαῖος gentle adverbial ἡσυχαί̱ως , ἡσυχαῖος gentle masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος …   Dictionary of Greek

  • ἁσυχαίᾳ — ἁ̱συχαί̱ᾱͅ , ἡσυχαῖος gentle fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαίαν — ἡσυχαί̱ᾱν , ἡσυχαῖος gentle fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”