ἡσυχαῖος — gentle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαῖον — ἡσυχαῖος gentle masc acc sg ἡσυχαῖος gentle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαῖα — ἡσυχαῖος gentle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαῖαι — ἡσυχαῖος gentle fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαία — ἡσυχαί̱ᾱ , ἡσυχαῖος gentle fem nom/voc/acc dual ἡσυχαί̱ᾱ , ἡσυχαῖος gentle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαίως — ἡσυχαί̱ως , ἡσυχαῖος gentle adverbial ἡσυχαί̱ως , ἡσυχαῖος gentle masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek
ἁσυχαίᾳ — ἁ̱συχαί̱ᾱͅ , ἡσυχαῖος gentle fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαίαν — ἡσυχαί̱ᾱν , ἡσυχαῖος gentle fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)